Καθιέρωση ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την πρώτη ονομασία και μετονομασία τη συναντούμε στον βίο των μαρτύρων της Τιβεριούπολις του Θεοφύλακτου Αχρίδος, όπου διαβάζουμε [...]το πάλαι μεν ιερόν,νυν δε άγιον όρος καταλαμβάνει[...].[2] Κατά το θεωρούμενο πρώτο Τυπικό που επικύρωσε ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, ο Άθως καλείται απλώς «Όρος» που ίσως αυτή να ήταν η συνήθης τότε ονομασία του χώρου.
Η επικράτηση όμως του ονόματος «Άγιον Όρος» φαίνεται να έγινε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, συγκεκριμένα σεχρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, η οποία αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το νέο όνομα όπως αναγράφεται σ΄ αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Σε μεταγενέστερα αυτοκρατορικά και άλλα έγγραφα αναφέρεται ως «Το Αγιώνυμον Όρος του Άθω».
Η επικράτηση όμως του ονόματος «Άγιον Όρος» φαίνεται να έγινε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, συγκεκριμένα σεχρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, η οποία αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το νέο όνομα όπως αναγράφεται σ΄ αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Σε μεταγενέστερα αυτοκρατορικά και άλλα έγγραφα αναφέρεται ως «Το Αγιώνυμον Όρος του Άθω».
Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μύθοι και αρχαϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το όρος Άθως συνδέεται με τη γιγαντομαχία μεταξύ των Γιγάντων και των ολύμπιων θεών, ηγέτης των πρώτων ήταν ο Άθως. Ο Άθως πέταξε έναν τεράστιο βράχο εναντίον του Ποσειδώνα από τη Θράκη, αλλά αστόχησε και ο βράχος έπεσε στη θάλασσα, δημιουργώντας το όρος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του.[3]
Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε τη Δάφνη, κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας. Η Δάφνη, προκειμένου να κρατηθεί αγνή, βρήκε καταφύγιο στον κύριο λιμένα του Άθωνα, δίνοντας έτσι το όνομά της σε αυτόν. Από αυτόν το μύθο φαίνεται ότι από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή συνδέθηκε με τον αγώνα κατά της σάρκας.
Οι αρχαίοι γεωγράφοι αναφέρουν δέκα πόλεις στη χερσόνησο: Δίον, Θύσσος, Κλεωναί, Ακρόθωοι, Χαράδρια, Παλαιώριον, Σάνη, Ολόφυξος, Απολλωνία, Ουρανούπολις[4]. Κατά τον 5ο π.Χ. αι. σώζονται διάφορα προελληνικά φύλα στην περιοχή. [5] Σημαντικά ιστορικά γεγονότα συνδέονται με την περιοχή: Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων ο Άθως αναφέρεται για πρώτη φορά σχετικά με την περσική αποστολή εναντίον της Ελλάδας υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου το 493 π.Χ.. Πλέοντας γύρω από τη χερσόνησο, ο περσικός στόλος συνάντησε κακοκαιρία και υπέστη φοβερή καταστροφή. Κατ´αυτό τον τρόπο η αποπειραθείσα εισβολή ματαιώθηκε. [6]
Δέκα έτη αργότερα ο Ξέρξης επανέλαβε την αποστολή, αλλά προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος νέας καταστροφής έσκαψε ένα κανάλι στο στενό λαιμό της χερσονήσου: η διώρυγα ανοίχθηκε στο βόρρειο μέρος της χερσονήσου, στη σημερινή θέση Πρόβλακα, κοντά στο χωριό Νέα Ρόδα με μάκρος 1,5 μίλι,πλάτος 65-100 πόδια και βάθος 6-10 πόδια[7]. Επίσης ο κόλπος του Αγίου Όρους συνδέεται και με την απώλεια του στόλου του Σπαρτιάτη Επικλέους στα 411 π.Χ..[8]
Υπαγωγή στο Βασίλειο των Μακεδόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 368 π.Χ. η χερσόνησος και οι πόλεις της έγιναν μέρος του κράτους του Φιλίππου Β΄. Μερικά έτη αργότερα ο γιος του Αλέξανδρος ο Μέγας έγινε βασιλιάς τηςΜακεδονίας και υπέταξε όλο τον ελλαδικό χώρο. Λέγεται ότι εκείνη την περίοδο ένας αρχιτέκτονας, ο Δεινοκράτης, πρότεινε στον Αλέξανδρο να μετασχηματίσει το βουνό και όλη τη χερσόνησο σε ένα τεράστιο άγαλμα, που θα απεικόνιζε τον Αλέξανδρο να κρατά μια πυκνοκατοικημένη πόλη στο χέρι του. Ο Αλέξανδρος απάντησε ότι ήταν αρκετή για το Όρος η ανάμνηση της αλαζονείας του Πέρση βασιλιά.
Πρώτα σημάδια μοναστικού βίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το πότε ακριβώς διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στον Άθω δεν είναι γνωστό. Κατά μία ρωσική παράδοση φέρεται η ίδια η Θεοτόκος να εμφανίζεται στην περιοχή και οι κάτοικοι να ασπάζονται το Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα η Θεοτόκος μαζί με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη παραπλέοντας τον Άθω, πηγαίνοντας στην Κύπρο για να επισκεφθούν το Λάζαρο, λόγω φοβερής θαλασσοταραχής αποβιβάστηκαν στην ακτή όπου βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί η Θεοτόκος θαυμάζοντας το χώρο ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: "Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σός και περιβόλαιον σόν καί παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι".
Έτσι το Άγιο Όρος καθιερώθηκε να λέγεται ως "κλήρος και περιβόλι της Παναγιάς".
Επίσης παραδίδεται παράδοση κατά την οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε στον Άθω πλείστους ναούς. Από την έρευνα όμως ουδέν θετικό επ΄ αυτής μαρτυρείται. Βέβαιο όμως είναι από κείμενα ότι κατά τον Δ' αιώνα υπήρχαν χριστιανοί, τα ίχνη και η τύχη των οποίων όμως παραμένουν άγνωστα. Είναι πιθανό ότι μεμονωμένοι ερημίτες ασκήτεψαν στον Άθωνα κατά τη διάρκεια του τέταρτου και πέμπτου αιώνα, ενώ ήταν πολυάριθμοι κατά τον ένατο αιώνα, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για οργάνωση σε μοναστηριακές κοινότητες.
Έτσι το Άγιο Όρος καθιερώθηκε να λέγεται ως "κλήρος και περιβόλι της Παναγιάς".
Επίσης παραδίδεται παράδοση κατά την οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε στον Άθω πλείστους ναούς. Από την έρευνα όμως ουδέν θετικό επ΄ αυτής μαρτυρείται. Βέβαιο όμως είναι από κείμενα ότι κατά τον Δ' αιώνα υπήρχαν χριστιανοί, τα ίχνη και η τύχη των οποίων όμως παραμένουν άγνωστα. Είναι πιθανό ότι μεμονωμένοι ερημίτες ασκήτεψαν στον Άθωνα κατά τη διάρκεια του τέταρτου και πέμπτου αιώνα, ενώ ήταν πολυάριθμοι κατά τον ένατο αιώνα, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για οργάνωση σε μοναστηριακές κοινότητες.
Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μοναχοί από τον Άθωνα παρευρέθηκαν στη Σύνοδο που οργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την αποκατάσταση των εικόνων το 843. Επίσης κατά το 2ο ήμισυ του Θ' αιώνα ο Ιωάννης Κολοβός έκτισε, στο βόρειο τμήμα, τη λεγόμενη Μεγάλη Βίγλα, το πρώτο Μοναστήρι. Τότε και ορίσθηκαν τα σύνορα του Άθω και απαγορεύτηκε η είσοδος σε αυτόν των λαϊκών, μη εξαιρουμένων και των ποιμένων. Έτσι ο Άθως άρχισε να αποτελεί αποκλειστικό τόπο ασκητών και «οικητήριο βίου Αγίου».
Ανεξάρτητα όμως των παραπάνω, από ιστορικής άποψης, τρεις υπήρξαν οι κύριοι λόγοι της ανάπτυξης του μοναχισμού του Αγίου Όρους.
Με δεδομένα αυτά συμπεραίνεται πλέον ασφαλώς ότι ο μοναχισμός του Αγίου Όρους άρχισε περί τον 8ο αιώνα, ενώ από τον επόμενο αιώνα το Άγιο Όρος αποτελεί πλέον και ιστορικά το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο της εποχής και όλων των μετέπειτα εποχών.
Ιστορικά η αρχή της αθωνικής μοναστικής ζωής συμπίπτει με τη Σύνοδο του 843 που συγκάλεσε η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα για την αναστήλωση των ιερών εικόνων επί Πατριάρχου Μεθοδίου Α΄, και ειδικότερα με την άφιξη στον Άθωνα δύο μεγάλων προσωπικοτήτων. Πρώτος ησυχαστής αναφέρεται ο Πέτρος ο Αθωνίτης, του οποίου η άφιξη μπορεί να τοποθετηθεί στο τέλος του Ζ' αιώνα, ενώ ο δεύτερος είναι ο Ευθύμιος ο Νέος, ο οποίος ήρθε στο Όρος από τη Θεσσαλονίκη περί το 860. Οι δύο αυτοί άνδρες, αν και περίπου σύγχρονοι, εκπροσωπούσαν διαφορετικές ασκητικές τάσεις μοναχισμού: ο μεν πρώτος του λεγόμενου "ερημιστισμού" και ο δεύτερος του λεγόμενου "λαυριωτισμού". Τέλος με χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ το 885 ο Άθως ορίσθηκε ως αποκλειστικός τόπος διαμονής ασκητών αποκλειομένων οποιονδήποτε άλλων κοσμικών, ακόμα και ποιμένων ή γεωργών.
Έτσι ο αγιορείτικος μοναχισμός άρχισε να αναπτύσσεται όπως και στα παλαιότερα κέντρα του στην Ανατολή περνώντας από τρια στάδια: του ασκητικού, του κοινοτικού και του κοινοβιακού μέσα σε σύντομο διάστημα. Οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην αρχή της χερσονήσου όπου το έδαφος ήταν ομαλό, λόγω όμως των επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών άρχισαν σιγά σιγά να μεταφέρονται σε τελείως απρόσιτες περιοχές μέσα στη χερσόνησο. Στη συνέχεια οι μοναχοί εκείνοι συγκεντρώθηκαν στις λεγόμενες "λαύρες" (οργανωμένες ομάδες), όπως εκείνες παλαιότερα της Παλαιστίνης. Από αυτές δύο έμειναν γνωστές, εκείνη του Κλήμεντος, κοντά στη σημερινή Μονή Ιβήρων, και η λεγόμενη "Καθέδρα των Γερόντων" επί του υψώματος "Ζυγός" που ήταν και η σπουδαιότερη. Επίσης πολλών παλαιών ασκητικών συνοικισμών και ασκητηρίων διατηρήθηκε η μνήμη όπως και το «Αθωνικόν Πρωτάτον» (αρχαιότατος μοναστικός οικισμός του Αγίου Όρους).
Οργάνωση των Μονών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πλησιέστερη επισκοπική έδρα ήταν αυτή της Ιερισσού και ο οικείος Επίσκοπος απαίτησε να έχει στη δικαιοδοσία του τους μοναχούς της χερσονήσου. Στα 985 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος με Χρυσόβουλλο απάλλαξε τους ερημίτες από τη δικαιοδοσία της Μονής Αγίου Ιωάννου του Κολοβού, που βρισκόταν κοντά στην Ιερισσό, και παραχώρησε τον Άθωνα ως ιδιοκτησία τους.
Σύντομα, το παλαιότερο των κυρίαρχων μοναστηριών, η Ιερά Μονή του Ξηροποτάμου, χτίστηκε και εισήλθε υπό το μοναχικό τυπικό του Αγίου Βασιλείου. Σαρακηνοίπειρατές παρενοχλούσαν τους μοναχούς τον ένατο και δέκατο αιώνα, αλλά η αυτοκρατορική γενναιοδωρία ήρθε πάντα στην ενίσχυση αυτών των εσωτερικών «Αγίων Τόπων» των Ελλήνων.
Αθανάσιος ο Αθωνίτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περί το 960 μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση εισήχθη από τον Πόντιο μοναχό Αθανάσιο τον Τραπεζούντιο, που αργότερα έγινε γνωστός ως Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Με συντρόφους του από τη Μικρά Ασία και με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, του οποίου ήταν φίλος και εξομολογητής, ίδρυσε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου επέτυχε να φθάσει τη μοναστική ζωή σε υψηλό βαθμό τελειότητας. Η μεταρρύθμιση που απέληξε στο μοναστικό τυπικό του Αγίου Αθανασίου έγινε αποδεκτή ως πρότυπο. Οι οπαδοί του αυστηρού μοναστικού βίου με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμίτη αντέδρασαν στις καινοτομίες του Αθανασίου και ζήτησαν παρέμβαση του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Τη σύγκρουση των δύο αντιθέτων ρευμάτων ρύθμισε ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους, που συνέταξε ο Αθανάσιος και επικύρωσε με την υπογραφή του ο Τσιμισκής. Είναι ο λεγόμενος «Τράγος» (δηλαδή περγαμηνή από δέρμα τράγου), που φυλάσσεται στις Καρυές και αποτελεί το σημαντικότερο κειμήλιο της Αθωνικής Πολιτείας. Με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής αρχής του Ιωάννη Τσιμισκή (969 - 976) οι αντιθέσεις μεταξύ των μοναχών τέθηκαν κατά μέρος και η κοινοβιακή ή κοινοτική ζωή διαδόθηκε στους ερημίτες που ζούσαν διασκορπισμένοι στις κοιλάδες και τα δάση.
Ο Αθανάσιος έγινε γενικός αββάς ή Πρώτος των πενήντα οκτώ μοναστικών κοινοτήτων του Όρους και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ο κύριος ιδρυτής του "κοινοβιακού μοναχισμού" του Αγίου Όρους. Από αυτήν την περίοδο χρονολογούνται οι Μονές των Ιβήρων, Βατοπεδίου, Εσφιγμένου και Ζυγού.
Βυζαντινή περίοδος ακμής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με τη βοήθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 1046, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042 – 1054) ρύθμισε την εσωτερική διακυβέρνηση των μοναστηριών, τη διαχείριση των ακινήτων τους και την εμπορική δραστηριότητά τους. Από το αυτοκρατορικό έγγραφο (Δεύτερο Τυπικόν) που εξέδωσε, απαγορεύεται η είσοδος γυναικών στη χερσόνησο, μια απαγόρευση τόσο αυστηρή, ώστε από τότε ακόμη και ο Τούρκος Αγάς ή ο ανώτερος υπάλληλος, που κατοικούσαν στις Καρυές, δεν έπαιρναν μαζί τους το χαρέμι τους.
Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια. Αυτή την περίοδο μπήκε σε γενική χρήση ο όρος «Άγιον Όρος». Ο Αλέξιος Κομνηνός απάλλαξε τα μοναστήρια από τη φορολογία, τα ελευθέρωσε από την υποταγή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τα τοποθέτησε κάτω από την άμεση προστασία του. Εξαρτήθηκαν, εντούτοις, από το γειτονικό επίσκοπο Ιερισσού για τη χειροτονία των ιερέων και των διακόνων τους.
Οι Σλάβοι επεδίωξαν να γίνουν αποδεκτοί στις νέες Μονές και σε λίγο οι πρίγκιπές τους στη βαλκανική χερσόνησο ίδρυσαν ανεξάρτητα «καθίσματα» για τους Σλάβους μοναχούς. Κατ' αυτό τον τρόπο προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α' (1081 - 1118) τα καθαρά σλαβικά μοναστήρια του Χιλιανδαρίου και του Ζωγράφου. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν έπαψαν ποτέ να φανερώνουν το ενδιαφέρον τους για τη μικρή μοναστική πολιτεία και ωφελήθηκαν ακόμη και πολιτικά από την καθολική εκτίμηση που η θρησκευτική αδελφότητα απολάμβανε σε όλο το Χριστιανικό κόσμο.
Το Άγιον Όρος και η κοινωνικοοικονομική κατάστασή του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι συνεχείς δωρεές,οι κρατικές επιχορηγήσεις και τα έσοδά τους συνεβαλαν στην απόκτηση εδαφικών εκτάσεων στην κεντρική και την υπόλοιπη Μακεδονία. Με το σύστημα των εκμισθώσεων οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης καλλιεργούνταν από παροίκους-ελεύθερους καλλιεργητές. Η ανάπτυξη όμως ιδιοκτησίας «προσέδωσε σ' αυτές χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεγαλοϊδιοκτητών δηλαδή απληστία και τάση αυξήσεως της περιουσίας τους σε βάρος ασθενέστερων».[9] Σημαντικές ήταν οι κτήσεις των μονών της Λαύρας, του Χιλανδαρίου, Εσφιγμένου, Ξηροποτάμου, Αγίου Παύλου, Ιβήρων, Κουτλουμουσίου, Ξενοφώντος, Διονυσίου. Έτσι εκτός από υπολογίσιμη οικονομική δύναμη μεταβαλλόταν και σε υπολογίσιμη κοινωνική: τα πολυάριθμα άτομα-εκμισθωτές που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των κτημάτων τους ήταν σε κατάσταση εξάρτησης από αυτές και επομένως έστω και έμμεσα κοινωνικοποιούνταν η μεγάλη αθωνική μοναστική περιουσία.[10]
Λατινική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Λατίνοι Σταυροφόροι βασάνισαν, έκαψαν, έπνιξαν αλλά και κρέμασαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των Μονών. Οι μοναχοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος τους πήρε υπό την προστασία του και στις επιστολές του (ΧΙΙΙ, 40 XVI, 168) αποτίει φόρο τιμής στις μοναστικές αρετές τους. Εντούτοις, με την αποκατάσταση της βυζαντινής πολιτικής κυριαρχίας οι μοναχοί επέστρεψαν (1313) στην κανονική εξάρτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο 14ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 14ο αιώνα η Καταλανική Εταιρεία επέδραμε εναντίον του Άθωνα για δύο έτη (1307 – 1309), καταστρέφοντας ριζικά πολλά μοναστήρια, λεηλατώντας τους θησαυρούς τους και τρομοκρατώντας τους μοναχούς. Από τα 300 μοναστήρια που υπήρχαν στην αρχή του 14ου αιώνα, μόνο 35 αφέθηκαν.
Στα μέσα του αιώνα η Μακεδονία περιήλθε στα χέρια του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος επισκέφτηκε τη χερσόνησο και έδωσε σε πολλά από τα μοναστήρια την οικονομική ενίσχυσή του. Κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα παρατηρούνται και οι μεγάλες ησυχαστικές έριδες, με κύριους πρωταγωνιστές τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης και το Βαρλαάμ τον Καλαβρό, οι οποίες έφεραν αναταραχή στη μοναστική πολιτεία.
Ησυχαστικές έριδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους είχαν αποδεχτεί τον Ησυχασμό. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο το Σιναΐτη, ιδρυτή του ησυχαστικού κινήματος, οι μοναχοί θα μπορούσαν να δουν το «άκτιστο φως» του Θεού, το φως που έλαμψε στη Μεταμόρφωσή του Ιησού στο όρος Θαβώρ, εάν ήταν ενάρετοι και αφιερωμένοι αποκλειστικά στηνπροσευχή. Η πρακτική των ησυχαστών ήταν να επαναλαμβάνουν συνεχώς την επίκληση, τη λεγόμενη ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Το ζήτημα του Ησυχασμού διαίρεσε τη βυζαντινή κοινωνία. Μερικοί τον αγκάλιασαν με θέρμη ενώ άλλοι τον απέρριψαν βίαια, κυρίως λόγω των υπερβολών μερικών φανατικών. Ο Ησυχασμός υποστηρίχθηκε επίσης από τους βυζαντινούς αριστοκράτες και επικράτησε τελικά σε τρεις Συνόδους (1341, 1347, 1351).
Οι προσπάθειες που έγιναν από το Βαρλαάμ και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ για να καταπολεμήσουν την κίνηση των Ησυχαστών και να περιορίσουν τη διάδοσή της ήταν ανεπιτυχείς. Τελικά μετά από τις αποφάσεις των Συνόδων που συνεκλήθησαν για αυτό το θέμα κατέπαυσαν οι ταραχές.
Παλαιολόγεια περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αργότερα, οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι στην Κωνσταντινούπολη και οι Σλάβοι πρίγκιπες και ηγεμόνες της βαλκανικής χερσονήσου συνέχισαν να εμπλουτίζουν τα μοναστήρια του Άθωνα, τα οποία έλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού πλούτου τους κατά τη διάρκεια της παλαιολόγειας περιόδου.
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε επίσης από τις προσπάθειες της Μονής των Καρυών να εξασφαλίσει υπεροχή έναντι των άλλων μοναστηριών, τον τελικό αποκλεισμό του επισκόπου Ιερισσού από τη χερσόνησο, τις επιθέσεις από πειρατές όλων των ειδών, και την ίδρυση διάφορων νέων μοναστηριών: Σιμωνόπετρας, Κωνσταμονίτου, Αγίου Παύλου και Διονυσίου.
Οθωμανική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όταν το 1430 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί προσέφεραν την υποταγή τους στο σουλτάνο Μουράτ Β΄, ο οποίος τους αναγνώρισε τα προηγούμενα αυτοκρατορικά προνόμια:
- αναγνώριζε το επί Μεχμέτ Α' παλαιότερο καθεστώς νομής (tasarruf) των βακουφίων (vakf) και των μουλκιών (mulk) τους.
- απαγόρευε στους μουσουλμάνους ή χριστιανούς να εισέρχονται στη χερσόνησο του Αγίου όρους και στα βακούφια των μοναστηριών έξω από αυτήν.
- διέταζε την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων των μετοχίων τους με πλοία προς τό Άγιο Όρος
- αναγνώριζε τα ισχύοντα παλαιότερα και για τις περιουσίες τους (χωριά, αμπέλια, κήποι,πρόβατα) στην ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, ανανεώνοντας το καθεστώς φορολογικής ατέλειας που είχαν στα χρόνια του παππού του, του Μπαγιαζήτη Α': διέταζε τους καδήδες και τους σουμπασήδες αυτών των βιλαετίων να μην εισπρα΄ττουν τίποτε από τις μοναστηριακές περιουσίες και να μην εισέρχονται σε αυτές οι εισπράκτορες του χαρατσίου
- επιβεβαίωσε την απαλλαγή των μοναχών από τους έκτακτους φόρους.
Όμως το 1432/3 οι μοναστηριακές περιουσίες σε Θεσσαλονίκη και Σέρρες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σε χάσια, ζιαμέτια,τιμάρια,μούλκια και βακούφια φόρους.[11] Με μπεράττι του 1485 ο Μπαγιαζήτ Β' ανανέωσε τα παλαιότερα μπεράτια του Μουράτ Β' και του Μεχμέτ Β' και σύμφωνα με αυτό,
- διατηρούσαν τη νομή των εκκλησιών, των σπιτιών των αμπελιών, των μύλων και των χωραφιών τους στις επαρχίες των Σερρών και της Θεσσαλονίκης.
- Κανείς δεν μπορούσε να τους αφαιρέσει τις περιουσίες τους.
- Επίσης οι αξιωματούχοι όφειλαν να μην παραβιάζουν το σουλτανικό και εθμικό δίκαιο..[12]
Υπήρξε περίοδος ακμής έως το 16ο αιώνα, οπότε η οικονομική θέση των μοναστηριών χειροτέρεψε λόγω των δυσβάστακτων φόρων που επιβλήθηκαν από τους Οθωμανούς. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να κατοικήσουν πλέον εκεί και το Όρος σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Επέζησε μόνο χάρη στην ενίσχυση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πρόσφερε υλική και ηθική υποστήριξη. Κάποια οικονομική ενίσχυση δόθηκε από τους κυβερνήτες των χωρών του Βορρά, ιδιαίτερα τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας αλλά και από τους απλούς ορθοδόξους.[13]
Αθωνιάδα Ακαδημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα μοναστήρια βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση το 18ο αιώνα. Αλλά παρά την ένδειά τους, μια κίνηση προέκυψε για τη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην περιοχή του Άθωνα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η Αθωνιάδα Ακαδημία[14] ιδρύθηκε σε ένα κτήριο κοντά στη Μονή του Βατοπεδίου. Σκοπός της ήταν οι σπουδαστές να διδάσκονται θεολογία, φιλοσοφία και λογική. Τα πρώτα έτη, όταν ο διαφωτιστής κληρικός Ευγένιος Βούλγαρης ήταν διευθυντής, η Ακαδημία προσέλκυσε μεγάλο αριθμό σπουδαστών και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Αλλά όταν ο Βούλγαρης παραιτήθηκε, περιήλθε σε μαρασμό και έκλεισε το 1799. Επανιδρύθηκε τέλη του 18ου αιώνα και έκτοτε λειτουργεί κανονικά.Παλαιότερα διέθετε:
Η Επανάσταση στη Χαλκιδική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 το Άγιο Όρος λειτούργησε ως άσυλο όπου κατέφυγαν πολλές οικογένειες, ενώ οι Μονές συνέδραμαν τον αγώνα με χρήματα, τρόφιμα και πολεμοφόδια. Περίπου 800 μοναχοί οπλίστηκαν και υπό τον Εμμανουήλ Παπά των Σερρών, μαζί και με κοσμικούς στρατιωτικούς, προσέβαλαν διάφορες θέσεις Τούρκων στη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρα. Στις περιοχές εκείνες είχαν συγκεντρωθεί περί τις 50.000 Οθωμανών, εκ των οποίων σκοτώθηκαν πάνω από 20.000 από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1821. Όμως η Επανάσταση στην περιοχή κατεστάλη και πάνω από 40.000 Έλληνες σφαγιάσθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν [15]. Τότε ακολούθησε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία του Άθωνα. Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις σφαγίασαν μοναχούς, καθώς επίσης και τα γυναικόπαιδα που είχαν βρει εκεί καταφύγιο, κατέστρεψαν το τυπογραφείο των Μονών, λεηλάτησαν όσους θησαυρούς μπόρεσαν να βρούν και χρησιμοποίησαν ανεκτίμητα χειρόγραφα για να κατασκευάσουν φυσίγγια.[16]
Ένταξη στο ελληνικό κράτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αυτόνομο καθεστώς του Αγίου Όρους αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά διεθνώς πριν την αναγνώριση της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στη Χαλκιδική, με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878. Αυτή η συνθήκη προέβλεπε ότι "οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής τους, διατηρούν τις κτήσεις και τα πρότερα πλεονεκτήματά τους και χωρίς καμία εξαίρεση απολαύουν απόλυτη ισότητα δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων".
Το Άγιο Όρος απελευθερώθηκε από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Συγκεκριμένα στις 2 Νοεμβρίου 1912 κατέπλευσαν και αγκυροβόλησαν στον όρμο της Δάφνης η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου, τοΘωρηκτό «Αβέρωφ», με το αντιτορπιλικό «Θύελλα» και τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» υπό τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες εκατοντάδων καμπανών των Ιερών Μονών που αντελήφθησαν την προσόρμιση του ελληνικού στόλου. Αποβιβάσθηκε άγημα, ο επικεφαλής του οποίου αξιωματικός «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων», επικύρωσε την αποβατική ενέργεια χαρακτηρίζοντας τον καϊμακάμη, τους υπαλλήλους και την εκεί μικρή οθωμανική δύναμη ως αιχμαλώτους πολέμου "άνευ πολεμικής τινός ενέργειας", οπότε και υψώθηκε η Ελληνική Σημαία.
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των Μονών, πλην της Ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη, με την οποία διαπιστωνόταν η κατάλυση των οθωμανικών αρχών. Η επίσημη δε πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912. Εκείνη την περίοδο εννέα με δέκα χιλιάδες μοναχών κατοικούσαν εκεί.
Το ελληνικό κράτος κύρωσε με το Ν.Δ. 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος άρχισε να ισχύει το 1927 μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος, οπότε και για πρώτη φορά επισημοποιήθηκε η συνταγματική προστασία του καθεστώτος αυτοδιοίκησης του Αγίου Όρους.
Γερμανική Κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όταν εκδηλώθηκε ο Ελληνοιταλικός πόλεμος η μοναστική κοινότητα του Άθω δεν αδιαφόρησε . Μάλιστα οι νεώτεροι μοναχοί μετέβησαν στις Καρυές προκειμένου να λάβουν φύλλο πορείας για το μέτωπο. Όμως το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε τη συμμετοχή εθελοντών στον πόλεμο ιδιαίτερα αν αυτοί ήταν κληρικοί ή μοναχοί. Επίσης οι μονές διέθεσαν το υποζύγιά τους χωρίς αποζημίωση, ενώ διοργάνωσαν και εράνους σε είδη και χρήματα για την βοήθεια του Ελληνικού στρατού. Σε όλη αυτήν την κινητοποίηση έμειναν ουδέτεροι οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι μοναχοί[17] Η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος ανησύχησε τους μοναχούς: ο Διοικητής του Αγίου Όρους πρότεινε τη διαφυγή των χειρογράφων και των λοιπών κειμηλίων των μονών καθώς και τη φυγάδευση όσων μοναχών είχαν αναπτύξει αντιστασιακή δράση, εκτός Αγίου Όρους, στην Αθήνα ή τα νησιά του Αιγαίου. Τελικά πολλές μονές τα έκρυψαν τα κειμήλια σε κατακόμβες. Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης οι πολιτικές και αστυνομικές αρχές του Άθω περιήλθαν σε κατάσταση πανικού. Στις Καρυές συνήλθε η Ιερά Κοινότητα και συγκρότησε πολιτοφυλακή από μοναχούς και λαϊκούς. Παράλληλα ελήφθησαν μέτρα ανακουφιστικά των Ελλήνων στρατιωτών που έφθαναν στην χερσόνησο του Άθω και βοηθήθηκαν να διαπεραιωθούν στα νησιά του Αιγαίου. Αρχικά οι Γερμανοί έφθαναν στο Άγιον Όρος κατά πολύ μικρές ομάδες στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας του Απριλίου του 1941. Η επίσημη απόβαση έγινε στη Μονή Βατοπεδίου μια εβδομάδα αργότερα από τον Περιφερειακό Φρούραρχο Λαγκαδά με τη συνοδεία ενός ταγματάρχη κι ένοπλου αποσπάσματος. Την επόμενη ημέρα μετέβησαν στις Καρυές. Τα μέλη της Ιεράς Κοινότητας ζήτησαν να προστατευθεί το άγιον όρος από μια πιθανή Βουλγαρική κατάληψη, ενώ ο Γερμανός ταγματάρχης τους διεμήνυσε εμπιστευτικά να αποστείλουν σχετική επιστολή προς τον Χίτλερ προκειμένου να διασφαλίσει το καθεστώς αυτό.
Η κατάσταση των μοναχών κατά τη Γερμανική κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η μοναστική κοινότητα του Αγίου όρους αριθμούσε περί τους 3855 μοναχούς τον Σεπτέμβριο του 1942: 2812 Έλληνες και 1043 αλλοεθνείς, δηλαδή 712 Ρώσοι, 150 Ρουμάνοι, 108 Βούλγαροι και 73 Σέρβοι. Ιδιαίτερα προβλήματα επισιτισμού αντιμετώπιζε κάτι που εκμεταλλευόταν η Βουλγαρική προπαγάνδα που παρείχε τρόφιμα και επεδίωκε τον προσεταιρισμό τους. Με παρέμβαση του Υπουργείου των Εσωτερικών της Κατοχικής Κυβέρνησης προς το Υπουργείο Επισιτισμού εστάλησαν τρόφιμα (115 τόνοι σιτάρι σε δύο φάσεις) [21]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου